- κοτινος
- κότινοςκότῐνοςὅ дикая маслина Arph., Arst., Theocr., Plut., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κότινος — wild olive tree masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότινος — Αγριελιά, με τα κλωνάρια της οποίας έπλεκαν, κατά την αρχαιότητα, τα στεφάνια που προορίζονταν για τη βράβευση των νικητών στα Παναθήναια και στους Ολυμπιακούς αγώνες. Στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν για τον σκοπό αυτό την αγριελιά που, σύμφωνα με την … Dictionary of Greek
κότινος — ο 1. κλάδος αγριελιάς. 2. βραβείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοτίνους — κότινος wild olive tree masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότινοι — κότινος wild olive tree masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTINUS — Graece κότινος, occurrit apud Plin. l. 16. c. 18. et oleastrum notat, e quo Olympionicis olim corona plectebatur. Nempe non ex quovis oleastro id fiebat, sed ex illa singulari tantum arbore, quae in hoc summâ curâ asservabatur, ut materiam… … Hofmann J. Lexicon universale
OLYMPIA — I. OLYMPIA orum, ludi ab Hercule instituti, in honrem Iovis, A. M. 2836. ante restaurationem ab Iphiro factam, An. 442. circa Olympiam Eleae regionis urbem a quâ et nomenhabent. Hercules enim, Augeâ Elidis rege superatô, eiusque stabulô repuratô … Hofmann J. Lexicon universale
Olympic symbols — Olympic Games Ancient Olympic Games Summer Olympic Games Winter Olympic Games Paralympic Games Youth Olympic Games Charter • IOC • NOCs • Symbols Sports • Competitors Medal tables • Medalists The Olympic symbols are icons … Wikipedia
Olive wreath — Kotinos, the prize for the winner at the Ancient Olympic Games. The olive wreath also known as kotinos (Greek: κότινος),[1] was the prize for the winner at the ancient Olympic Games. It was an olive branch, of the … Wikipedia
κοτσίνι — το κότινος, αγριελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοτίνιον (< κότινος «αγριελιά»), με τσιτακισμό (πρβλ. κοτσίδα < κοττίδα)] … Dictionary of Greek
κότινον — κότινον, τὸ (Α) ο κότινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κότινος, ὁ, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek